- καινότροπος
- καινότροποςnew-fashionedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καινότροπος — η, ο (AM καινότροπος, ον) αυτός που έχει νέο, ασυνήθιστο, παράδοξο τρόπο, ασυνήθιστος, αλλόκοτος («τραγῳδία... καινότροπος», Ευστ.). επίρρ... καινοτρόπως και α (Μ καινοτρόπως) με νέο, ασυνήθιστο τρόπο, ασυνήθιστα, παράδοξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + … Dictionary of Greek
καινοτρόπως — καινότροπος new fashioned adverbial καινότροπος new fashioned masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινότροπον — καινότροπος new fashioned masc/fem acc sg καινότροπος new fashioned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοτρόπῳ — καινότροπος new fashioned masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινότροπα — καινότροπος new fashioned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοτροπία — καινοτροπία, ἡ (Μ) [καινότροπος] νέος, ασυνήθιστος τρόπος … Dictionary of Greek
καινός — ή, ό (AM καινός, ή, όν) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.) 2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη) το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής… … Dictionary of Greek